- ὑπέρχυσις
- ὑπέρχυσιςoverflowfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερχύσεις — ὑπέρχυσις overflow fem nom/voc pl (attic epic) ὑπέρχυσις overflow fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχύσεσι — ὑπέρχυσις overflow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρχυσιν — ὑπέρχυσις overflow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχυση — η / ὑπέρχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑπερχέω] υπερχείλιση, ξεχείλισμα («ὑπέρχυσις ὑγρῶν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη δωρεά («ὑπέρχυσις ἀγαθότητος», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
ὑπερχύσεων — ὑπερχύσεω̆ν , ὑπέρχυσις overflow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχύσεως — ὑπερχύσεω̆ς , ὑπέρχυσις overflow fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)